ποτί

ποτί
ποτί (ποτ before vowel) = πρός.
a prep. c. acc.,
I to, towards

ποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι O. 1.42

ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.21

ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαιP. 9.53

ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70

Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7

παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38

ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας N. 10.23

ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

[καίτοι ποτ' Ἀνταίου δόμους (v. l. καί τοί ποτ) I. 4.52] Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 3. [πὸτ τὰν Ἀφροδίταν (codd.: πρὸς Ἀφρ. Wil.) fr. 122. 5.]
II against

ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94

ποτὶ δ' ἐχθρὸν ὑποθεύσομαι P. 2.84

μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75

ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται (contra Boeckh, “nam laus e familia profecta vituperio est”) *fr. 181.*
III in respect of, towards

σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66

ἔσαναν αὐτίκ' ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5

σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82

IV towards the time of, about

ὥριον ποτὶ χρόνον Pae. 3.14

b c. gen.
I by, at the hand of

οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀοιδαί I. 2.7

II in the eyes of, before

δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

c c. dat.
I at, on

ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118

II on, against μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 3.
d in tmesis. ποτὶ κριμνάντων (v. ποτικρίμναμι) P. 4.24 ποτὶ ἕρποι (v. ποτιέρπω) N. 7.68

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… …   Dictionary of Greek

  • ποτί — πρός on the side of epic doric (indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότι — πότης drinker fem voc sg πότις one who drinks hot drinks fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιατικά — Ποτῑδαιατικά , Ποτιδαιατικός neut nom/voc/acc pl Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάτας — Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc acc pl Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαία — Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαίας — Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιατῶν — Ποτῑδαιᾱτῶν , Ποτιδαιάτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιᾶται — Ποτῑδαιᾶται , Ποτιδαιάτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάταις — Ποτῑδαιά̱ταις , Ποτιδαιάτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάτης — Ποτῑδαιά̱της , Ποτιδαιάτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”